φλέμινα

φλέμινα
τὰ, Α
φλιμέλια*.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. δάνειος από το λατ. flēmina «φλεγμονή τών ποδιών», πληθ. τού flēmen, -inis (< φλεγμονή). Το -ē- τού λατ. τ. αποδόθηκε στην Ελληνική ως -ε- (αντί τού αναμενόμενου -η-), λόγω τού ότι στους ελληνιστικούς χρόνους, κατά τους οποίους συντελέστηκε ο δανεισμός αυτός, είχε ήδη επικρατήσει η ιωτακιστική προφορά τού / ē / και με τη μορφή / ē / (ει) και με τη μορφή / ē / (η) και έτσι με σκοπό τη διατήρηση τής λατ. προφοράς ο τ. γράφηκε με -ε-. Παρλλ. προς τον τ. φλέμινα απαντούν και οι τ. φλιμέλιον και πληθ. φλιμέλια και ένας τ. αιτ. θηλ. φλιμμέλειαν, οι οποίοι προήλθαν πιθ. με αντιμετάθεση τών φωνηέντων στο θ. φλεμι-, παραμένουν, όμως, δυσερμήνευτοι ως προς το επίθημα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φλιμέλια — τὰ, ΜΑ φλεγμονή τών ποδιών τών αλόγων, που οφείλεται σε υπερβολική κόπωση. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. φλέμινα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”